- δασαρχείο
- το1. τοπική αρχή στην οποία έχει ανατεθεί από το κράτος η φύλαξη και διαχείριση τών δημόσιων δασών καθώς και η εποπτεία όσων δεν ανήκουν στο δημόσιο2. το γραφείο τής υπηρεσίας αυτής3. η διοικητική περιφέρεια τού δασαρχείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < δασάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.